Παρασκευή 13 Ιουλίου 2012

Σκόνη...


Σκόνη. Σκόνη έκατσε μωρέ πάνω στα χέρια μας και δεν γροικάμε να την αποδιώξουμε. Σωθήκανε τα όνειρα μας και τον αέρα μας τον κάναμε δηλητήριο και βρώμα. Μήτε ζωντανό μήτε άψυχο τον αντέχει. Κι εμείς στέκουμε άπραγοι και αφήνουμε τον χρόνο να ξερνάει πάνω μας όλο του το θυμό. Μας πλάκωσε η πλάκα που τρέξαμε να βάλουμε πάνω απ το κεφάλι μας. Οι μενεξέδες στις αυλές μας φάνηκαν λίγοι, τα γέλια στις αυλές μας φάνηκαν λίγα και τρέξαμε να φυλακιστούμε. Γιατί άραγε; Και τώρα; Ξεθωριασμένες φωτογραφίες σε μουσεία μείνανε οι μενεξέδες και τα ζουμπούλια. Λησμονήσαμε το άρωμα τους. Το χρώμα τους. Τη μυρωδιά του φρέσκου Ελληνικού καφέ που ψήνονταν στη χόβολη, το γλυκό τριαντάφυλλο που σαν έβραζε  μοσχοβόλαγε η γειτονιά.  Ξεχάσαμε πως να βαστούμε δυο τραχιά χέρια στο στέρνο μας. Ξεχάσαμε πως και που δώσαμε το πρώτο μας φιλί. Ξεχάσαμε το βλέμμα μας. Χάσαμε το βλέμμα μας το καθάριο. Πάψαμε να ανοίγουμε το βλέμμα μακριά. Μείναμε να κοιτάμε μοναχά χάμω. Κι αυτός ο κόμπος στο λαιμό, να μην κατεβαίνει ο ανευλόγητος! Τι κι αν μας ήρθανε οι νέες μέρες; Ξεχάσαμε τις παλιές. Δεν ξέρουμε για πού τραβάμε κι από πού κινήσαμε. Μοναχά τραβάμε. Σαν τα βόδια που τα δέναμε στο ζυγό και εκείνα παίρναν το δρόμο κι άμα δεν τα σταμάταγες ακόμα θα πήγαιναν. Ξεχάσαμε να ακούμε τη Γη. Ξεχάσαμε τα λόγια των παλιών. Ξεχάσαμε να αφήνουμε τα παιδιά να μας τραβάνε από το χέρι ίσα μπροστά, να μας δείχνουν τη στράτα. Γιατί εμείς τα γνωρίσαμε όλα. Γιατί εμείς τα ταιριάσαμε όλα, τρομάρα μας. Τα χέρια που λαδώσαμε, τα χέρια που σφίγγαμε με καμάρι, αυτά τα ίδια γίνανε φίδια που τρέφαμε στον κόρφο μας. Τούτοι που πιστέψαμε μας κορόιδεψαν με παχιά λόγια. Κι εμείς εκεί. Σαν τα άνιωθα τα ζώα που δεν έχουν γνώση πώς να μην κάνουν ζημίες στη γη, τραβούσαμε και χαλάγαμε. Και τα παιδιά μας; Αντε εμείς, τα κάναμε και τα φάγαμε. Αυτά; Τι φταίξανε; Πότε θα ορθοπατήσουνε αυτά; Πως; Χαρά στα μούτρα μας! κάναμε τους καμπόσους, ότι εμείς φέραμε την Αλλαγή. Την τύφλα μες στα μάτια μας φέραμε. Μια τρύπα στο νερό με περηφάνια κάναμε. Και τώρα τρέμει η Γης κάτω από τα πόδια μας κι εμείς τρεκλίζουμε μαζί της. Γιατί το νιώθουμε… Δεν μας βαστάει πια. Δεν μας χωράει ο τόπος. Μας ξέρασε. Και αυτοί που δεν τους  λογιάζαμε για επικίνδυνους, τώρα πλησιάζουν με γοργό το βήμα… Και δεν θα μας λυπηθούνε. Γιατί σαπίσαμε. Μούχλα πιάσαμε και κάμαμε λάβαρο τον καναπέ. Έρχεται όμως η οργή, με αίμα που βράζει να μας δώσει μια και να μας σκορπίσει καταγής. Έτσι μας πρέπει. Και μόνο έτσι μετά η Γης θα γυρίζει πιο ‘λαφρία. Γιατί θα ‘χουμε πάψει εμείς να την κρατάμε σφιχτά μην τύχει και μας κουνήσει παραπάνω απ’ όσο βαστάμε. Κι ο Ήλιος, τότε είναι που θα μας αγκαλιάζει όλους ξανά. Γιατί, όσο ο Ήλιος φέρνει βόλτες από την μιαν άκρη ως την άλλη, πάντα θα υπάρχουν ζευγάρια χέρια που θα θέλουν  να πιάσουν τη Γη και να τη φέρουν νέες βόλτες και να την πλάσουνε όμορφα…